Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
adventure /ədˈven.tʃər/ = NOUN: περιπέτεια; VERB: ριψοκινδυνεύω; USER: περιπέτεια, περιπέτειας, την περιπέτεια, adventure

GT GD C H L M O
advertisement /ˈadvərˌtīzmənt,ədˈvərtiz-/ = NOUN: διαφήμιση, αγγελία, δημοσίευση, ρεκλάμα; USER: διαφήμιση, αγγελία, διαφήμισης, Προβολής, η διαφήμιση

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
ago /əˈɡəʊ/ = ADVERB: πριν, προ, πρότερον; USER: πριν, πριν από, ago, προ, προ

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
along /əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός; USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
appeared /əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι; USER: εμφανίστηκε, εμφανίστηκαν, φαίνεται, φάνηκε, φαινόταν

GT GD C H L M O
apr /ˌeɪ.piˈɑːr/ = USER: Απρίλιος, Απρίλιο, Απρ, Απρίλης, Απρ."

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
arrival /əˈraɪ.vəl/ = NOUN: άφιξη, φθάσιμο, κατάληξη σε ένα συμπέρασμα, άλευση; USER: άφιξη, άφιξης, την άφιξη, άφιξή, την άφιξή

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
basic /ˈbeɪ.sɪk/ = ADJECTIVE: βασικός, θεμελιώδης; USER: βασικός, βασικές, βασικού, βασική, βασικών

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
bitter /ˈbɪt.ər/ = ADJECTIVE: πικρός, παγερός; USER: πικρός, πικρή, πικρό, πικρά, πικρές

GT GD C H L M O
board /bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου; VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω; USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
came /keɪm/ = USER: ήρθε, ήρθαν, προήλθε, κατέληξε, τέθηκε

GT GD C H L M O
carrying /ˌkær.i.ɪŋˈɒn/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ; USER: μεταφέρουν, που μεταφέρουν, λογιστική, άσκηση, εκτέλεση

GT GD C H L M O
case /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση

GT GD C H L M O
changed /tʃeɪndʒd/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: άλλαξε, αλλάξει, άλλαξαν, αλλάζει, μεταβληθεί

GT GD C H L M O
cold /kəʊld/ = NOUN: κρύο, κρυολόγημα, κρύωμα, συνάχι; ADJECTIVE: κρύος, ψύχος, ψυχρός; USER: κρύο, κρύος, κρυολόγημα, κρύα, ψυχρό

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
complete /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός; VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
completed /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: ολοκληρώθηκε το; USER: ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, συμπληρωθεί, ολοκληρωθούν

GT GD C H L M O
completing /kəmˈpliːt/ = VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: ολοκλήρωση, την ολοκλήρωση, συμπλήρωση, ολοκληρώνοντας, συμπληρώνοντας

GT GD C H L M O
constant /ˈkɒn.stənt/ = ADJECTIVE: συνεχής, σταθερός, διαρκής, αδιάκοπος, πιστός; USER: συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, συνεχή, συνεχή

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
creating /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας

GT GD C H L M O
crew /kruː/ = NOUN: πλήρωμα, όμιλος; USER: πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, πληρωμάτων, το πλήρωμα

GT GD C H L M O
cross /krɒs/ = NOUN: σταυρός, διασταύρωση; ADJECTIVE: διαγώνιος, διασταυρωμένος, δύστροπος, ενάντιος, σκυθρωπός, σταυρωτός; VERB: διασχίζω, περνώ, σταυρώνω, διασταυρώνω, εμποδίζω, περνώ απέναντι; USER: σταυρός, διασταύρωση, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει

GT GD C H L M O
crossing /ˈkrɒs.ɪŋ/ = NOUN: διασταύρωση, διάβαση, διάπλους, πύλη, διαπόρθμευση, σταύρωση; USER: διάβαση, διασταύρωση, διάπλους, διέλευσης, διέλευση

GT GD C H L M O
d /əd/ = NOUN: ρε; USER: δ, d, Α, ϋ, ά

GT GD C H L M O
danger /ˈdeɪn.dʒər/ = NOUN: κίνδυνος; USER: κίνδυνος, κίνδυνο, κινδύνου, κινδύνους, κινδυνεύει, κινδυνεύει

GT GD C H L M O
darkness /dɑːk/ = NOUN: σκοτάδι, σκότος, σκοτεινότητα, σκοτεινότης; USER: σκοτάδι, σκότος, το σκοτάδι, σκότους, σκοταδιού

GT GD C H L M O
days /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα

GT GD C H L M O
descendants /dɪˈsen.dənt/ = NOUN: απόγονος; USER: απόγονοι, απογόνους, απογόνων, κατιόντες, απόγονοί

GT GD C H L M O
did /dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
didn /ˈdɪd.ənt/ = USER: didn, Νόμιζα

GT GD C H L M O
doing /ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο; ADJECTIVE: πράττων; USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
done /dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος; USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
doubtful /ˈdaʊt.fəl/ = ADJECTIVE: αμφίβολος, προβληματικός; USER: αμφίβολος, αμφίβολο, επισφαλείς, αμφίβολη, επισφαλών

GT GD C H L M O
dream /driːm/ = NOUN: όνειρο; VERB: ονειρεύομαι; USER: όνειρο, ονείρων, όνειρό, το όνειρο, των ονείρων

GT GD C H L M O
dreamed /driːm/ = VERB: ονειρεύομαι; USER: ονειρευόταν, ονειρευτεί, ονειρεύτηκε, ονειρεύτηκα, ονειρεύτηκαν

GT GD C H L M O
endurance /ɪnˈdjʊə.rəns/ = NOUN: αντοχή, υπομονή, καρτερία; USER: αντοχή, αντοχής, την αντοχή, συνεχούς, υπομονή

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
eternal /ɪˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: αιώνιος; USER: αιώνιος, αιώνια, αιώνιο, αιώνιας, την αιώνια

GT GD C H L M O
everything /ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί; USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό

GT GD C H L M O
expedition /ˌek.spəˈdɪʃ.ən/ = NOUN: εκστρατεία, βία; USER: εκστρατεία, αποστολή, αποστολής, εκστρατείας, expedition

GT GD C H L M O
expeditions /ˌek.spəˈdɪʃ.ən/ = NOUN: εκστρατεία, βία; USER: αποστολές, εκστρατείες, αποστολών, εκδρομές, εξορμήσεις,

GT GD C H L M O
fail /feɪl/ = VERB: αποτυγχάνω, αποτυχαίνω, χρεωκοπώ, εκπίπτω, παραλείπω, απορρίπτω, χρεοκοπώ; USER: αποτυγχάνουν, αποτύχουν, αποτύχει, δεν, να αποτύχει

GT GD C H L M O
fantastic /fænˈtæs.tɪk/ = ADJECTIVE: φανταστικός; USER: φανταστικός, φανταστική, φανταστικό, φανταστικές, fantastic

GT GD C H L M O
film /fɪlm/ = NOUN: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, λεπτή μεμβράνη, φωτογραφική πλάκα; VERB: φωτογραφώ; USER: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, ταινίας, ταινιών, ταινιών

GT GD C H L M O
finally /ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει; USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
frank /fræŋk/ = ADJECTIVE: ειλικρινής; VERB: απαλλάσσω ταχυδρομικών τελών; USER: ειλικρινής, Frank, ειλικρινή, ειλικρινείς, είμαι ειλικρινής

GT GD C H L M O
fright /fraɪt/ = NOUN: τρομάρα, σκιάχτρο, φόβος; USER: τρομάρα, σκιάχτρο, φόβος, τρόμο, τρόμου

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fulfill /fʊlˈfɪl/ = VERB: εκπληρώ, εκπληρώνω, πραγματοποιώ; USER: πληρούν, εκπληρώσει, εκπληρώσουν, εκπληρώνουν, εκπλήρωση

GT GD C H L M O
gave /ɡeɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: έδωσε, έδωσαν, δίνει, έδωσε αμέσως, εξέδωσε, εξέδωσε

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
going /ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός; ADJECTIVE: πηγαιμός; USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει

GT GD C H L M O
granddaughter /ˈgranˌdôtər/ = NOUN: εγγονή; USER: εγγονή, την εγγονή, εγγονής, εγγονή της, εγγονή του

GT GD C H L M O
grandfather /ˈɡræn.fɑː.ðər/ = NOUN: παππούς; USER: παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού

GT GD C H L M O
grandnephew

GT GD C H L M O
grandson /ˈɡræn.sʌn/ = NOUN: εγγονός; USER: εγγονός, εγγονό, τον εγγονό, ο εγγονός, εγγονού

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
greater /ˈɡreɪ.tər/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερης, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος

GT GD C H L M O
had /hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει

GT GD C H L M O
harder /hɑːd/ = USER: σκληρότερα, δυσκολότερο, πιο δύσκολο, σκληρότερο, δυσκολότερη, δυσκολότερη

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
hazardous /ˈhæz.ə.dəs/ = ADJECTIVE: επικίνδυνος, παράτολμος, ριψοκίνδυνος; USER: επικίνδυνος, επικίνδυνων, επικίνδυνα, επικίνδυνες, επικίνδυνη

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
honour /ˈɒn.ər/ = NOUN: τιμή, τιμή, τιμή, τιμή; VERB: τιμώ, τιμώ; USER: τιμή, τιμήν, τιμής, την τιμή, προς τιμήν

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
hundred /ˈhʌn.drəd/ = USER: hundred-, hundred, hundred; USER: εκατό, εκατοντάδες, εκατόν, διακόσια, εκατοντάδων, εκατοντάδων

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
ice /aɪs/ = NOUN: πάγος; VERB: παγώνω; USER: πάγος, πάγου, πάγο, πάγων, παγωμένο

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
instead /ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση; USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
journey /ˈdʒɜː.ni/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, αδοιπορία; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, διαδρομής

GT GD C H L M O
journeyed /ˈdʒɜː.ni/ = VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδεψε, ταξίδευαν, ταξίδεψα, ταξίδεψαν, αναχώρησαν,

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
last /lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος; NOUN: καλαπόδι; VERB: διαρκώ; USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο

GT GD C H L M O
lives /laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
main /meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων; NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες

GT GD C H L M O
man /mæn/ = NOUN: άνθρωπος, άνδρας, ανήρ; VERB: επανδρώνω, εφοδιάζω με άνδρες, επανδρώ; USER: άνθρωπος, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ανθρώπου, ανθρώπου

GT GD C H L M O
marks = NOUN: βαθμολογία; USER: βαθμολογία, σήματα, σημάτων, σημάδια, επιδόσεις

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
members /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του

GT GD C H L M O
men /men/ = NOUN: άνδρες; USER: άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες, οι άνδρες

GT GD C H L M O
messages /ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία; USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά

GT GD C H L M O
mission /ˈmɪʃ.ən/ = NOUN: αποστολή, ιεραποστολή, καθήκο; USER: αποστολή, αποστολής, την αποστολή, της αποστολής, Η αποστολή

GT GD C H L M O
month /mʌnθ/ = NOUN: μήνας; USER: μήνας, μήνα, μηνός, μηνών, μήνες, μήνες

GT GD C H L M O
months /mʌnθ/ = NOUN: μήνας; USER: μήνες, μηνών, months, μήνα

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
name /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα

GT GD C H L M O
names /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: ονόματα, τα ονόματα, ονομάτων, ονομασίες, ονόματα των

GT GD C H L M O
newspaper /ˈn(y)o͞ozˌpāpər/ = NOUN: εφημερίδα, εφημερίς; USER: εφημερίδα, εφημερίδας, εφημερίδων, εφημερίδες

GT GD C H L M O
night /naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά; USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
nothingness /ˈnʌθ.ɪŋ.nəs/ = NOUN: ανυπαρξία, μηδαμινότητα, μηδαμινότης; USER: ανυπαρξία, μηδαμινότητα, τίποτα, μηδαμινότητά, ανυπαρξίας

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
obviously /ˈɒb.vi.əs.li/ = ADVERB: προφανώς; USER: προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
pack /pæk/ = NOUN: πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη; VERB: πακετάρω, συσκευάζω, στριμώχνω; USER: πακέτο, συσκευασία, το πακέτο, συσκευάσει, συσκευάσουν

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
point /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου

GT GD C H L M O
presented /prɪˈzent/ = VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζονται, παρουσίασε, που παρουσιάζονται, παρουσιάζεται, παρουσιάστηκε

GT GD C H L M O
proud /praʊd/ = ADJECTIVE: υπερήφανος, περήφανος, φιλότιμος; USER: υπερήφανος, περήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανη

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
pursuit /pəˈsjuːt/ = NOUN: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, ασχολία; USER: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, άσκηση, την άσκηση

GT GD C H L M O
reached /riːtʃ/ = VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: έφθασε, έφτασε, κατέληξε, φτάσει, ανήλθε

GT GD C H L M O
recognition /ˌrek.əɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: αναγνώριση,, αναγνώρισης, αναγνωρίσεως

GT GD C H L M O
return /rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα; VERB: επιστρέφω; USER: απόδοση, επιστρέψει, επιστρέψετε, επιστρέψουν, επιστροφή

GT GD C H L M O
roads /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; USER: δρόμους, δρόμοι, δρόμων, οι δρόμοι, οδών

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safe /seɪf/ = ADJECTIVE: ασφαλής, ακίνδυνος, σωός; NOUN: χρηματοκιβώτιο, σιδερένιο κιβώτιο; USER: ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς

GT GD C H L M O
save /seɪv/ = PREPOSITION: εκτός; VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ; USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει

GT GD C H L M O
saving /ˈseɪ.vɪŋ/ = NOUN: οικονομία, σωτηρία, οικονόμος; ADJECTIVE: σωτήριος; USER: οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, την εξοικονόμηση

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
ship /ʃɪp/ = NOUN: πλοίο, καράβι; VERB: επιβιβάζω, φορτώνω, αποστέλλω; USER: πλοίο, μεταφέρει, στείλουμε, πλοίων, στείλει

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
sir /sɜːr/ = NOUN: κύριος, κύριος ιππότης; USER: κύριε, Sir, ο Sir, Σερ, τον Sir

GT GD C H L M O
small /smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος; ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος; USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
soon /suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς; USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο

GT GD C H L M O
spirit /ˈspɪr.ɪt/ = NOUN: πνεύμα, ψυχή, διάθεση, οινόπνευμα, φρόνημα, ζωή, ενεργητικότητα; USER: πνεύμα, πνεύματος, το πνεύμα, ποτών, ποτά

GT GD C H L M O
story /ˈstɔː.ri/ = NOUN: ιστορία, παραμύθι, διήγημα, πάτωμα; USER: ιστορία, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, παραμύθι

GT GD C H L M O
struck /strʌk/ = VERB: χτυπώ, κτυπώ, πλήττω, προσκρούω, απεργώ; USER: χτύπησε, έπληξε, έπληξαν, πληγεί, χτυπήσει

GT GD C H L M O
subtitles /ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος; USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου

GT GD C H L M O
succeeded /səkˈsiːd/ = VERB: πετυχαίνω, διαδέχομαι, επιτυγχάνω; USER: πέτυχε, διαδέχθηκε, κατάφερε, πέτυχαν, κατάφεραν

GT GD C H L M O
success /səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ; USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
surrounded /səˈraʊnd/ = VERB: περιβάλλω, περιτριγυρίζω, περικυκλώνω, περιστοιχίζω; USER: περιβάλλεται, που περιβάλλεται, περιτριγυρισμένο, περιβάλλονται, μέσα

GT GD C H L M O
survival /səˈvaɪ.vəl/ = NOUN: επιβίωση, επίζηση; USER: επιβίωση, επιβίωσης, την επιβίωση, επιβίωσή, επιβιώσεως

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
taken /ˈteɪ.kən/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: λαμβάνονται, λαμβάνεται, ληφθεί, ελήφθησαν, που, που

GT GD C H L M O
takes /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, αναλαμβάνει

GT GD C H L M O
taking /tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη; ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων; USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν

GT GD C H L M O
th /ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
thank /θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ; USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
took /tʊk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: πήρε, έλαβε, έλαβαν, πήραν, ανέλαβε, ανέλαβε

GT GD C H L M O
tough /tʌf/ = ADJECTIVE: σκληρός, ανθεκτικός, σκληραγωγημένος, ζόρικος, τραχύς, συνεκτικός, άτακτος, αδιόρθωτος; USER: σκληρός, σκληρή, δύσκολο, σκληρό, δύσκολες

GT GD C H L M O
tragedy /ˈtrædʒ.ə.di/ = NOUN: τραγωδία; USER: τραγωδία, τραγωδίας, δράμα, την τραγωδία, τραγωδία του

GT GD C H L M O
trapped /træp/ = VERB: παγιδεύω; USER: παγιδευμένοι, παγιδευτεί, παγιδευμένο, παγιδευμένα, παγιδευμένος

GT GD C H L M O
try /traɪ/ = VERB: προσπαθώ, δοκιμάζω, δικάζω, εκδικάζω; NOUN: δοκιμή, προσπάθεια; USER: προσπαθώ, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμάσετε, δοκιμάστε, δοκιμάστε

GT GD C H L M O
unfinished /ʌnˈfɪn.ɪʃt/ = ADJECTIVE: ημιτελής, ατέλειωτος; USER: ημιτελής, ημιτελή, ημιτελές, ημιτελών, ημιτελείς

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
visit /ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη; VERB: επισκέπτομαι; USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν

GT GD C H L M O
wages /weɪdʒ/ = NOUN: μισθοί, ημερομίσθια, μισθοδοσία; USER: μισθοί, ημερομίσθια, μισθών, μισθούς, τους μισθούς

GT GD C H L M O
wanted /ˈwɒn.tɪd/ = ADJECTIVE: καταζητούμενος; USER: ήθελε, ήθελαν, θέλησαν, θέλησε, επιθυμούσε, επιθυμούσε

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
wild /waɪld/ = ADJECTIVE: άγριος, ξέφρενος, έρημος; NOUN: έρημη γη; USER: άγριος, άγρια, άγριων, άγριας, αγρίων

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
wouldn /ˈwʊd.ənt/ = USER: wouldn, Δε θα, Δε, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

203 words