Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
adventure
/ədˈven.tʃər/ = NOUN: περιπέτεια;
VERB: ριψοκινδυνεύω;
USER: περιπέτεια, περιπέτειας, την περιπέτεια, adventure
GT
GD
C
H
L
M
O
advertisement
/ˈadvərˌtīzmənt,ədˈvərtiz-/ = NOUN: διαφήμιση, αγγελία, δημοσίευση, ρεκλάμα;
USER: διαφήμιση, αγγελία, διαφήμισης, Προβολής, η διαφήμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
ago
/əˈɡəʊ/ = ADVERB: πριν, προ, πρότερον;
USER: πριν, πριν από, ago, προ, προ
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
along
/əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός;
USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
appeared
/əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι;
USER: εμφανίστηκε, εμφανίστηκαν, φαίνεται, φάνηκε, φαινόταν
GT
GD
C
H
L
M
O
apr
/ˌeɪ.piˈɑːr/ = USER: Απρίλιος, Απρίλιο, Απρ, Απρίλης, Απρ."
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
arrival
/əˈraɪ.vəl/ = NOUN: άφιξη, φθάσιμο, κατάληξη σε ένα συμπέρασμα, άλευση;
USER: άφιξη, άφιξης, την άφιξη, άφιξή, την άφιξή
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
basic
/ˈbeɪ.sɪk/ = ADJECTIVE: βασικός, θεμελιώδης;
USER: βασικός, βασικές, βασικού, βασική, βασικών
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
bitter
/ˈbɪt.ər/ = ADJECTIVE: πικρός, παγερός;
USER: πικρός, πικρή, πικρό, πικρά, πικρές
GT
GD
C
H
L
M
O
board
/bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου;
VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω;
USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
came
/keɪm/ = USER: ήρθε, ήρθαν, προήλθε, κατέληξε, τέθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
carrying
/ˌkær.i.ɪŋˈɒn/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ;
USER: μεταφέρουν, που μεταφέρουν, λογιστική, άσκηση, εκτέλεση
GT
GD
C
H
L
M
O
case
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
changed
/tʃeɪndʒd/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: άλλαξε, αλλάξει, άλλαξαν, αλλάζει, μεταβληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
cold
/kəʊld/ = NOUN: κρύο, κρυολόγημα, κρύωμα, συνάχι;
ADJECTIVE: κρύος, ψύχος, ψυχρός;
USER: κρύο, κρύος, κρυολόγημα, κρύα, ψυχρό
GT
GD
C
H
L
M
O
come
/kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω;
ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός;
USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν
GT
GD
C
H
L
M
O
complete
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός;
VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
completed
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: ολοκληρώθηκε το;
USER: ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, συμπληρωθεί, ολοκληρωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
completing
/kəmˈpliːt/ = VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: ολοκλήρωση, την ολοκλήρωση, συμπλήρωση, ολοκληρώνοντας, συμπληρώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
constant
/ˈkɒn.stənt/ = ADJECTIVE: συνεχής, σταθερός, διαρκής, αδιάκοπος, πιστός;
USER: συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, συνεχή, συνεχή
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
creating
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
crew
/kruː/ = NOUN: πλήρωμα, όμιλος;
USER: πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, πληρωμάτων, το πλήρωμα
GT
GD
C
H
L
M
O
cross
/krɒs/ = NOUN: σταυρός, διασταύρωση;
ADJECTIVE: διαγώνιος, διασταυρωμένος, δύστροπος, ενάντιος, σκυθρωπός, σταυρωτός;
VERB: διασχίζω, περνώ, σταυρώνω, διασταυρώνω, εμποδίζω, περνώ απέναντι;
USER: σταυρός, διασταύρωση, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
crossing
/ˈkrɒs.ɪŋ/ = NOUN: διασταύρωση, διάβαση, διάπλους, πύλη, διαπόρθμευση, σταύρωση;
USER: διάβαση, διασταύρωση, διάπλους, διέλευσης, διέλευση
GT
GD
C
H
L
M
O
d
/əd/ = NOUN: ρε;
USER: δ, d, Α, ϋ, ά
GT
GD
C
H
L
M
O
danger
/ˈdeɪn.dʒər/ = NOUN: κίνδυνος;
USER: κίνδυνος, κίνδυνο, κινδύνου, κινδύνους, κινδυνεύει, κινδυνεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
darkness
/dɑːk/ = NOUN: σκοτάδι, σκότος, σκοτεινότητα, σκοτεινότης;
USER: σκοτάδι, σκότος, το σκοτάδι, σκότους, σκοταδιού
GT
GD
C
H
L
M
O
days
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
descendants
/dɪˈsen.dənt/ = NOUN: απόγονος;
USER: απόγονοι, απογόνους, απογόνων, κατιόντες, απόγονοί
GT
GD
C
H
L
M
O
did
/dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα
GT
GD
C
H
L
M
O
didn
/ˈdɪd.ənt/ = USER: didn, Νόμιζα
GT
GD
C
H
L
M
O
doing
/ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο;
ADJECTIVE: πράττων;
USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
done
/dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος;
USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
doubtful
/ˈdaʊt.fəl/ = ADJECTIVE: αμφίβολος, προβληματικός;
USER: αμφίβολος, αμφίβολο, επισφαλείς, αμφίβολη, επισφαλών
GT
GD
C
H
L
M
O
dream
/driːm/ = NOUN: όνειρο;
VERB: ονειρεύομαι;
USER: όνειρο, ονείρων, όνειρό, το όνειρο, των ονείρων
GT
GD
C
H
L
M
O
dreamed
/driːm/ = VERB: ονειρεύομαι;
USER: ονειρευόταν, ονειρευτεί, ονειρεύτηκε, ονειρεύτηκα, ονειρεύτηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
endurance
/ɪnˈdjʊə.rəns/ = NOUN: αντοχή, υπομονή, καρτερία;
USER: αντοχή, αντοχής, την αντοχή, συνεχούς, υπομονή
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
eternal
/ɪˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: αιώνιος;
USER: αιώνιος, αιώνια, αιώνιο, αιώνιας, την αιώνια
GT
GD
C
H
L
M
O
everything
/ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί;
USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό
GT
GD
C
H
L
M
O
expedition
/ˌek.spəˈdɪʃ.ən/ = NOUN: εκστρατεία, βία;
USER: εκστρατεία, αποστολή, αποστολής, εκστρατείας, expedition
GT
GD
C
H
L
M
O
expeditions
/ˌek.spəˈdɪʃ.ən/ = NOUN: εκστρατεία, βία;
USER: αποστολές, εκστρατείες, αποστολών, εκδρομές, εξορμήσεις,
GT
GD
C
H
L
M
O
fail
/feɪl/ = VERB: αποτυγχάνω, αποτυχαίνω, χρεωκοπώ, εκπίπτω, παραλείπω, απορρίπτω, χρεοκοπώ;
USER: αποτυγχάνουν, αποτύχουν, αποτύχει, δεν, να αποτύχει
GT
GD
C
H
L
M
O
fantastic
/fænˈtæs.tɪk/ = ADJECTIVE: φανταστικός;
USER: φανταστικός, φανταστική, φανταστικό, φανταστικές, fantastic
GT
GD
C
H
L
M
O
film
/fɪlm/ = NOUN: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, λεπτή μεμβράνη, φωτογραφική πλάκα;
VERB: φωτογραφώ;
USER: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, ταινίας, ταινιών, ταινιών
GT
GD
C
H
L
M
O
finally
/ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει;
USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
frank
/fræŋk/ = ADJECTIVE: ειλικρινής;
VERB: απαλλάσσω ταχυδρομικών τελών;
USER: ειλικρινής, Frank, ειλικρινή, ειλικρινείς, είμαι ειλικρινής
GT
GD
C
H
L
M
O
fright
/fraɪt/ = NOUN: τρομάρα, σκιάχτρο, φόβος;
USER: τρομάρα, σκιάχτρο, φόβος, τρόμο, τρόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
fulfill
/fʊlˈfɪl/ = VERB: εκπληρώ, εκπληρώνω, πραγματοποιώ;
USER: πληρούν, εκπληρώσει, εκπληρώσουν, εκπληρώνουν, εκπλήρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
gave
/ɡeɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: έδωσε, έδωσαν, δίνει, έδωσε αμέσως, εξέδωσε, εξέδωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
going
/ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός;
ADJECTIVE: πηγαιμός;
USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
granddaughter
/ˈgranˌdôtər/ = NOUN: εγγονή;
USER: εγγονή, την εγγονή, εγγονής, εγγονή της, εγγονή του
GT
GD
C
H
L
M
O
grandfather
/ˈɡræn.fɑː.ðər/ = NOUN: παππούς;
USER: παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
GT
GD
C
H
L
M
O
grandnephew
GT
GD
C
H
L
M
O
grandson
/ˈɡræn.sʌn/ = NOUN: εγγονός;
USER: εγγονός, εγγονό, τον εγγονό, ο εγγονός, εγγονού
GT
GD
C
H
L
M
O
great
/ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας;
USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great
GT
GD
C
H
L
M
O
greater
/ˈɡreɪ.tər/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερης, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος
GT
GD
C
H
L
M
O
had
/hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
harder
/hɑːd/ = USER: σκληρότερα, δυσκολότερο, πιο δύσκολο, σκληρότερο, δυσκολότερη, δυσκολότερη
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
hazardous
/ˈhæz.ə.dəs/ = ADJECTIVE: επικίνδυνος, παράτολμος, ριψοκίνδυνος;
USER: επικίνδυνος, επικίνδυνων, επικίνδυνα, επικίνδυνες, επικίνδυνη
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
honour
/ˈɒn.ər/ = NOUN: τιμή, τιμή, τιμή, τιμή;
VERB: τιμώ, τιμώ;
USER: τιμή, τιμήν, τιμής, την τιμή, προς τιμήν
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
hundred
/ˈhʌn.drəd/ = USER: hundred-, hundred, hundred;
USER: εκατό, εκατοντάδες, εκατόν, διακόσια, εκατοντάδων, εκατοντάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
ice
/aɪs/ = NOUN: πάγος;
VERB: παγώνω;
USER: πάγος, πάγου, πάγο, πάγων, παγωμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
instead
/ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση;
USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
journey
/ˈdʒɜː.ni/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, αδοιπορία;
VERB: ταξιδεύω;
USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, διαδρομής
GT
GD
C
H
L
M
O
journeyed
/ˈdʒɜː.ni/ = VERB: ταξιδεύω;
USER: ταξίδεψε, ταξίδευαν, ταξίδεψα, ταξίδεψαν, αναχώρησαν,
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
last
/lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος;
NOUN: καλαπόδι;
VERB: διαρκώ;
USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
lives
/laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
main
/meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων;
NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα;
USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
GT
GD
C
H
L
M
O
man
/mæn/ = NOUN: άνθρωπος, άνδρας, ανήρ;
VERB: επανδρώνω, εφοδιάζω με άνδρες, επανδρώ;
USER: άνθρωπος, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ανθρώπου, ανθρώπου
GT
GD
C
H
L
M
O
marks
= NOUN: βαθμολογία;
USER: βαθμολογία, σήματα, σημάτων, σημάδια, επιδόσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
members
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
men
/men/ = NOUN: άνδρες;
USER: άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες, οι άνδρες
GT
GD
C
H
L
M
O
messages
/ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία;
USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά
GT
GD
C
H
L
M
O
mission
/ˈmɪʃ.ən/ = NOUN: αποστολή, ιεραποστολή, καθήκο;
USER: αποστολή, αποστολής, την αποστολή, της αποστολής, Η αποστολή
GT
GD
C
H
L
M
O
month
/mʌnθ/ = NOUN: μήνας;
USER: μήνας, μήνα, μηνός, μηνών, μήνες, μήνες
GT
GD
C
H
L
M
O
months
/mʌnθ/ = NOUN: μήνας;
USER: μήνες, μηνών, months, μήνα
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
name
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
names
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: ονόματα, τα ονόματα, ονομάτων, ονομασίες, ονόματα των
GT
GD
C
H
L
M
O
newspaper
/ˈn(y)o͞ozˌpāpər/ = NOUN: εφημερίδα, εφημερίς;
USER: εφημερίδα, εφημερίδας, εφημερίδων, εφημερίδες
GT
GD
C
H
L
M
O
night
/naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά;
USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
nothingness
/ˈnʌθ.ɪŋ.nəs/ = NOUN: ανυπαρξία, μηδαμινότητα, μηδαμινότης;
USER: ανυπαρξία, μηδαμινότητα, τίποτα, μηδαμινότητά, ανυπαρξίας
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
obviously
/ˈɒb.vi.əs.li/ = ADVERB: προφανώς;
USER: προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
pack
/pæk/ = NOUN: πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη;
VERB: πακετάρω, συσκευάζω, στριμώχνω;
USER: πακέτο, συσκευασία, το πακέτο, συσκευάσει, συσκευάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
point
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου
GT
GD
C
H
L
M
O
presented
/prɪˈzent/ = VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσιάζονται, παρουσίασε, που παρουσιάζονται, παρουσιάζεται, παρουσιάστηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
proud
/praʊd/ = ADJECTIVE: υπερήφανος, περήφανος, φιλότιμος;
USER: υπερήφανος, περήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανη
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
pursuit
/pəˈsjuːt/ = NOUN: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, ασχολία;
USER: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, άσκηση, την άσκηση
GT
GD
C
H
L
M
O
reached
/riːtʃ/ = VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι;
USER: έφθασε, έφτασε, κατέληξε, φτάσει, ανήλθε
GT
GD
C
H
L
M
O
recognition
/ˌrek.əɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: αναγνώριση,, αναγνώρισης, αναγνωρίσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
return
/rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα;
VERB: επιστρέφω;
USER: απόδοση, επιστρέψει, επιστρέψετε, επιστρέψουν, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
roads
/rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός;
USER: δρόμους, δρόμοι, δρόμων, οι δρόμοι, οδών
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safe
/seɪf/ = ADJECTIVE: ασφαλής, ακίνδυνος, σωός;
NOUN: χρηματοκιβώτιο, σιδερένιο κιβώτιο;
USER: ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
GT
GD
C
H
L
M
O
save
/seɪv/ = PREPOSITION: εκτός;
VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ;
USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
saving
/ˈseɪ.vɪŋ/ = NOUN: οικονομία, σωτηρία, οικονόμος;
ADJECTIVE: σωτήριος;
USER: οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, την εξοικονόμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
ship
/ʃɪp/ = NOUN: πλοίο, καράβι;
VERB: επιβιβάζω, φορτώνω, αποστέλλω;
USER: πλοίο, μεταφέρει, στείλουμε, πλοίων, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
sir
/sɜːr/ = NOUN: κύριος, κύριος ιππότης;
USER: κύριε, Sir, ο Sir, Σερ, τον Sir
GT
GD
C
H
L
M
O
small
/smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος;
ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος;
USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
soon
/suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς;
USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
spirit
/ˈspɪr.ɪt/ = NOUN: πνεύμα, ψυχή, διάθεση, οινόπνευμα, φρόνημα, ζωή, ενεργητικότητα;
USER: πνεύμα, πνεύματος, το πνεύμα, ποτών, ποτά
GT
GD
C
H
L
M
O
story
/ˈstɔː.ri/ = NOUN: ιστορία, παραμύθι, διήγημα, πάτωμα;
USER: ιστορία, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, παραμύθι
GT
GD
C
H
L
M
O
struck
/strʌk/ = VERB: χτυπώ, κτυπώ, πλήττω, προσκρούω, απεργώ;
USER: χτύπησε, έπληξε, έπληξαν, πληγεί, χτυπήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
subtitles
/ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος;
USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου
GT
GD
C
H
L
M
O
succeeded
/səkˈsiːd/ = VERB: πετυχαίνω, διαδέχομαι, επιτυγχάνω;
USER: πέτυχε, διαδέχθηκε, κατάφερε, πέτυχαν, κατάφεραν
GT
GD
C
H
L
M
O
success
/səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ;
USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
surrounded
/səˈraʊnd/ = VERB: περιβάλλω, περιτριγυρίζω, περικυκλώνω, περιστοιχίζω;
USER: περιβάλλεται, που περιβάλλεται, περιτριγυρισμένο, περιβάλλονται, μέσα
GT
GD
C
H
L
M
O
survival
/səˈvaɪ.vəl/ = NOUN: επιβίωση, επίζηση;
USER: επιβίωση, επιβίωσης, την επιβίωση, επιβίωσή, επιβιώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
taken
/ˈteɪ.kən/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνονται, λαμβάνεται, ληφθεί, ελήφθησαν, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
takes
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, αναλαμβάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
taking
/tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη;
ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων;
USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
th
/ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
thank
/θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ;
USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
think
/θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι;
USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
took
/tʊk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: πήρε, έλαβε, έλαβαν, πήραν, ανέλαβε, ανέλαβε
GT
GD
C
H
L
M
O
tough
/tʌf/ = ADJECTIVE: σκληρός, ανθεκτικός, σκληραγωγημένος, ζόρικος, τραχύς, συνεκτικός, άτακτος, αδιόρθωτος;
USER: σκληρός, σκληρή, δύσκολο, σκληρό, δύσκολες
GT
GD
C
H
L
M
O
tragedy
/ˈtrædʒ.ə.di/ = NOUN: τραγωδία;
USER: τραγωδία, τραγωδίας, δράμα, την τραγωδία, τραγωδία του
GT
GD
C
H
L
M
O
trapped
/træp/ = VERB: παγιδεύω;
USER: παγιδευμένοι, παγιδευτεί, παγιδευμένο, παγιδευμένα, παγιδευμένος
GT
GD
C
H
L
M
O
try
/traɪ/ = VERB: προσπαθώ, δοκιμάζω, δικάζω, εκδικάζω;
NOUN: δοκιμή, προσπάθεια;
USER: προσπαθώ, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμάσετε, δοκιμάστε, δοκιμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
unfinished
/ʌnˈfɪn.ɪʃt/ = ADJECTIVE: ημιτελής, ατέλειωτος;
USER: ημιτελής, ημιτελή, ημιτελές, ημιτελών, ημιτελείς
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
visit
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
wages
/weɪdʒ/ = NOUN: μισθοί, ημερομίσθια, μισθοδοσία;
USER: μισθοί, ημερομίσθια, μισθών, μισθούς, τους μισθούς
GT
GD
C
H
L
M
O
wanted
/ˈwɒn.tɪd/ = ADJECTIVE: καταζητούμενος;
USER: ήθελε, ήθελαν, θέλησαν, θέλησε, επιθυμούσε, επιθυμούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
wild
/waɪld/ = ADJECTIVE: άγριος, ξέφρενος, έρημος;
NOUN: έρημη γη;
USER: άγριος, άγρια, άγριων, άγριας, αγρίων
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
wouldn
/ˈwʊd.ənt/ = USER: wouldn, Δε θα, Δε, έκανα, έκανα
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
203 words